εκκαθαριστικός

εκκαθαριστικός
-ή, -ό
που γίνεται για εκκαθάριση ή συντελεί σ' αυτή: Εκκαθαριστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκκαθαριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εκκαθάριση, που γίνεται ή συντελεί σε αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”